ἐπίζευξις

ἐπίζευξις
ἐπί-ζευξις,εως, ,
A fastening together, joining, Thphr.HP2.6.1, prob. for ἐπίδεσιςin Paul.Aeg.6.97.
II. Gramm., repetition of a word, Hdn. Fig.p.99 S., Phoeb.Fig.1.3.
III. addition,

τοῦ τόπου A.D.Synt. 336.10

, cf. Ptol. Tetr.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίζευξις — ἐπίζευξις, ή (Α) [επιζευγνύω] 1. δέσιμο, σύνδεση 2. επανάληψη λέξης για έμφαση («Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη») …   Dictionary of Greek

  • προεπίζευξις — εύξεως, ἡ, ΜΑ το σχήμα κατά το οποίο ρήμα που έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται κατά πληθυντικό ή δυϊκό αριθμό με το πρώτο, αλλ. προδιεζευγμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπίζευξις «σύνδεση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”